τομαζο παγωνης
αφηγησεις και αλλα
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012
ηθελα κατι να σας πω
Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012
παραμύθι δίχως τείχη
ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽
ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ.
(Αισχύλου, Επτά Επί Θήβας)
Μα οι κάτοικοι της πόλης, σε σπίτια μέσα κλείστηκαν και τους και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια πόρτα στους εχθρούς δεν άνοιξε.
Κι΄έφτασε η ώρα, οι εχθροί, που έσπασαν τις πόρτες και μεσ΄ τα σπίτια μπήκαν.
Μα οι κάτοικοι της πόλης στις ψυχές τους μέσα κλείστηκαν και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια ψυχή δεν άνοιξε την πόρτα τον εχθρό.
Και μείναν μόνοι οι εχθροί, σε δρόμους και σε σπίτια, κι΄ αδίκως προσπαθούσανε, πόλη να κατακτήσουν.
Κι΄ ήρθ΄ η στιγμή που λύγισαν, και από την πόλη φύγαν... Οι εχθροί.
Και σαν απομακρύνθηκαν, ανοίξαν οι ψυχές.
Κι΄ αφήσαν πόρτες ανοιχτές, η μία για την άλλη.
Και τείχη δεν ξανάχτισαν.
Και πόρτες δεν ορθώσαν.
Οι πόλεις οι απόρθητες, πέτρινα τείχη, πόρτες ξύλινες, ...
δεν έχουνε ανάγκη!
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012
η ξένη
συνεχίζεται
Σάββατο 26 Μαΐου 2012
Vita activa VS Vita Contemplativa
Στην αρχαία Ελλάδα οι ελεύθεροι πολίτες ήταν ενεργοί πολίτες. Ο Αριστοτέλης προσδιόριζε τον άνθρωπο ως πολιτικό ζώο "ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῶον". Όμως ο προσδιορισμός αυτός σιγά σιγά υποβαθμίστηκε και ο άνθρωπος ξέπεσε σε κοινωνικό και ουχί πολιτικό ζώο.
Ενασχόληση είναι όλα εκείνα τα οποία επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της ζωής, δίχως αρχή και τέλος και έχουν αιτία την ανάγκη. Δηλαδή την τροφή, την στέγη καθώς και την διατήρηση και την διαιώνιση του είδους. Η ενασχόληση λαμβάνει χώρα στον ιδιωτικό κυρίως βίο. Όμως, καθώς ο άνθρωπος ξέπεσε από ζώο πολιτικό σε ζώο κοινωνικό, η ενασχόληση αφορά πλέον και τον κοινωνικό βίο. Εργασία είναι όλα εκείνα τα οποία παράγουν έργο και έχουν αρχή και τέλος. Η εργασία αφορά τον κοινωνικό και τον δημόσιο βίο μια και τα έργα που παράγει, (υπηρεσίες, αγαθά, κτίρια κλπ.) απευθύνονται σε όλους. Τέλος, δράση είναι οι πράξεις και τα ανδραγαθήματα των ανθρώπων. Και όπως είναι φυσικό, η δράση αφορά τον πολιτικό κυρίως βίο, ... δηλαδή τον δημόσιο βίο της σύγχρονης εποχής.
Και είναι φανερό ότι η ενεργός ζωή (vita activa) διαφοροποιείται αλλά συμπληρώνεται από τον στοχαστικό (φιλοσοφικό) του καθενός βίο (vita contemplativa).
Μα ενώ η ενεργός ζωή (vita activa) με τις δραστηριότητες και τα βασίλειά της αποτελεί την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου, ο στοχαστικός βίος και η φιλοσοφική διάθεση μπορούν να προσδώσουν ιδιαίτερη αξία στην ύπαρξη και να συνεισφέρουν σε όλες τις μορφές του βίου (βασίλεια). Πολλές μάλιστα φορές, όταν οι στοχασμοί γίνονται δράση παράγωντας έργο στον πολιτικό και δημόσιο βίο, τότε η vita contemplativa, επαναφέρει τη φύση του ανθρώπου στη διάσταση του πολιτικού ζώου.
Όμως, όλα αυτά που αφορούν εμάς τους απλούς ανθρώπους είναι άραγε αληθή για τους καλλιτέχνες;
Μπορεί ένας άνθρωπος που έχει αποτύχει ως πολιτικό ζώον στην ενεργό ζωή, ή που δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτήν, να γίνει πρότυπο και φάρος για την ενεργό ζωή των άλλων μέσα από το καλλιτεχνικό του έργο; Μπορεί ένας “ανενεργός” πολίτης να εμπνεύσει με το καλλιτεχνικό έργο του τα πολιτικά ζώα; Μπορεί ένας καλλιτέχνης να αδιαφορεί για τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο του; Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι μικροπρεπής, αδιάφορος, δειλός, μικροαστός, άπληστος, .... και όμως το έργο του να είναι εμπνευσμένο και να αποτελεί έμπνευση και για τους άλλους;
Είναι δυνατόν η vita contemplativa να αποτελεί μοναδική βάση στη δραστηριότητα της εργασίας και να γίνεται δράση με τη μορφή της τέχνης; Είναι δυνατόν κάποιος που αδιαφορεί για τον δημόσιο και τον πολιτικό βίο του, που αφήνει τον ιδιωτικό του βίο έρμαιο της ανάγκης και ξοδεύει τον κοινωνικό του βίο σε αναξιοπρεπείς ενασχολήσεις, ... να παράγει καλλιτεχνικό έργο μεγάλης αξίας και να αποτελεί έμπνευση για τους ενεργούς πολίτες;
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Εντροπία
Σάββατο 30 Απριλίου 2011
άσυλον αμφιβόλου ζωής
Στα χρόνια τα παλιά τα πρόστυχα, τότε που η εμβέλεια της ιατρικής τέχνης περιοριζόταν από κλύσματος έως καταπλάσματος, η βεβαίωση θανάτου του θύματος (όπου θύτης ο θεράπων ιατρός) ήταν «αμφίβολη».
Έβαζαν κάτι καθρεφτάκια μπρος από τα χείλη του μεταστάντος περιμένοντας να θαμπώσουν…, έψαχναν για σφυγμό χωρίς να ξέρουν που τριγυρνάει…, δεν είχαν και wikipedia για να μάθουν τον ορισμό του θανάτου…, μεσ’ την αμφιβολία έπλεαν, τόσον ο ντοτόρος όσον και οι οικείοι του θύματός του.
Έτσι, οι νεκροί (… όσον αφορά την επιστημονική πλευρά του θέματος) ήταν - κατ΄ αρχάς - «άτομα αμφιβόλου ζωής».
Ολίγον νεκροί. Έπρεπε να περάσουν μέρες..., να γίνουν «αρκετά νεκροί» και όταν πλέον η βρώμα που ανέδυαν δεν επέτρεπε ούτε σε κώνωπα διοπτροφόρο να σταθεί δίπλα τους, μόνο τότε οι νεκροί ήταν πεθαμένοι με βούλα.
Σα να μη έφθαναν όλα αυτά, έπεσε και μια επιδημία περιπτώσεων νεκρανάστασης…, χέστηκαν πάνω τους οι υποψήφιοι. Τους έπιασε ένα πανικός και ένα παράπονο. «Ρε λε να ξυπνήσω την επαύριο μές τα χώματα, να λερώσω τα ρούχα μου και να μη μποράω να αναπνέψω;»
Τέτοιες φιλοσοφικές αγωνίες ταλάνιζαν - ιδιαιτέρως τους προύχοντες - και τους έπιανε κατάθλιψη. Ένα αίσθημα ασφυξίας, χειρότερο απ΄ αυτό που τους έπιανε όταν άκουγαν συμφωνίες του Μάλερ τους έπιανε.
Δια τούτο, μαζεύτηκαν, σκέφτηκαν και αποφάσισαν.
«Θα σάξουμε άσυλα. Όταν μετά από πολλάααα πολλά χρόνια γίνουμε – χτύπα ξύλο - αμφιβόλου ζωής, τσούπ στο άσυλο. Μετά από καιρό πολυυυυύ, αφού βεβαιωθούμε πως δεν ξεχάσαμε τίποτα, τότε μόνο θα έχουν τη συγκατάθεσή μας να μας πάνε όπου θένε.»
Τέτοια σοφία οι προύχοντες!
«Και πως θα τα ονομάσουμε τα άσυλα μεγάλε;», ρώτησε ο πραχτικός της παρέας.
«Άσυλα Αμβιβόλου ζωής», είπε ο σοφός και τα άσυλα βαφτίστηκαν.
Έτσι, οι έχοντες και κατέχοντες, πήγαιναν τους φρεσκοπεθαμένους τους σε άσυλα αμφιβόλου ζωής, παρεκτός κι΄ αν η κληρονομιά ήταν μεγάλη και μοιρασμένη δίκαια στην οποία περίπτωση (και "δια παν ενδεχόμενον"), .. απλώς…, δεν τους πήγαιναν.
Όσων όμως - τύχη αγαθή - οδηγούσε τα βήματα (...λέμε τώρα) στα εν λόγω άσυλα, εκείνοι είχαν ένα δωμάτιο και ένα κρεβάτι καταδικό τους, ο καθένας χώρια, μη λάχει και αναστηθούν εν μέσω πτωμάτων και πάθουν κανένα έμφραγμα…
Στο χέρι του τυχερού «σχεδόν νεκρού» κρεμούσαν μία κουδούνα. Έβαζαν και ένα λακέ να κάνει βάρδια νύχτα μέρα.
Αν τον έπιανε το φιλότιμο (το νεκρό) να επιστρέψει στο μάταιο τούτο κόσμο, χτυπούσε τη κουδούνα και ο λακές του πήγαινε καφεδάκι με βουτήματα (τόσες μέρες νηστικός ο άθρωπος…), ειδοποιούσε τους οικείους του και όλα τέλειωναν με χορούς και πανηγύρια σα τελευταία σελίδα τεύχους του αστερίξ.
Την πληροφορία για τα άσυλα αμφιβόλου ζωής (asylum dublae vitae), τη βρήκα στο Ροίδη πριν από χρόνια και καταστεναχωρήθηκα που δεν έχουμε τέτοια ή παρόμοια άσυλα σήμερα.
Όχι που φοβάμαι μη τύχει και αναστηθώ… Όχι γι΄ αυτό!
Εγώ έχω εμπιστοσύνη στους γιατρούς που θα με πεθάνουν.
Θέλησα και ζήλεψα τα άσυλα για κάτι δικούς μου. Για κάποιες σκέψεις, κάποιες απόψεις και προκαταλήψεις μα και για κάτι επιθυμίες που δεν αξιώθηκαν της ηδονής μια νύχτα.
Θέλησα ένα άσυλο ξεχασμένης ζωής, να βάλω μέσα τις απόψεις και τις προκαταλήψεις, να τις κλειδαμπαρώσω και να μη τις αφήσω να βγούν όσα καμπανάκια κι΄ αν χτυπήσουν.
Θέλησα ένα άσυλο αμφιβόλου ζωής για τις νέες σκέψεις και τις νέες ιδέες. Να μείνουν λέει κλειδωμένες για ένα διάστημα, κι΄ αν καταφέρουν να χτυπήσουν το καμπανάκι, δυνατά όμως ..., να τις ακούσω και να τους χαρίσω την ελευθερία.
Θέλησα κι΄ ένα άσυλο ελπίδας για ζωή, να βάζω μέσα τις επιθυμίες. Κι αν δε χτυπήσουν εκείνες το καμπανάκι, δε πειράζει, θα προσποιηθώ πως το άκουσα.
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Καβάφης.