Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ελα σ´ ενα ταξιδι απο το μικροκοσμο στον μακροκοσμο, φωτισμενο απ´ τους ηχους της νυχτας στο φαλακρο βουνο του μουσορτσκι.



Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ηθελα κατι να σας πω


ήθελα να σας πω,
για μια σταγόνα νερού που ήταν ξεχωριστά ίδια με όλες τις άλλες και ξαναγεννήθηκε από ένα σύννεφο 

και σαν όλες τις προηγούμενες φορές η γέννησή της ήταν πτώση, όπως όλες είναι οι γεννήσεις

και έπεσε σ΄ ενός λωτού το άνθος κι΄ ύστερα στα λασπόνερα, 
και το ρυάκι ακολούθησε και έπεσε στη λίμνη, 
και τα υπόγεια ρεύματα την οδήγησαν στο ποτάμι, 
κι΄ είδε τον καταρράχτη και ταξίδεψε μέχρι το δέλτα 
και αξιώθηκε τη θάλασσα, κι΄ είδε υφάλους και θεριά, και τις γοργόνες είδε, 
και έφτασε στην αμμουδιά ... κι΄ ένα παιδί που έπαιζε την έριξε στην άμμο

και έγιν' ατμός, και πέταξε μέχρι το σύννεφο που θα την ξαναγεννήσει

αυτό ήθελα να σας πω

μια άλλη φορά θα σας πω για τη σταγόνα που ξαναγεννήθηκε στα μάτια ενός παιδιού και την είπαν δάκρυ

http://www.smashwords.com/profile/view/tomazop
http://signominesfala.blogspot.com
http://www.wattpad.com/user/tomazopagonis

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

παραμύθι δίχως τείχη

μήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν
ἅδε πανάγυρις, μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽
ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽
ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ.
(Αισχύλου, Επτά Επί Θήβας)
 είθε όσο ζω να μη μ΄ εγκαταλείψει των θεών
αυτή η σύναξη, ούτε να δω τούτη
την πόλη καταπατημένη κι΄ από στρατεύματα
κι΄ από φωτιές ζωσμένη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι΄ έφτασε η μέρα, οι εχθροί, που γκρέμισαν τα τείχη και μεσ΄ την πόλη μπήκαν.
Μα οι κάτοικοι της πόλης, σε σπίτια μέσα κλείστηκαν και τους και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια πόρτα στους εχθρούς δεν άνοιξε.

Κι΄έφτασε η ώρα, οι εχθροί, που έσπασαν τις πόρτες και μεσ΄ τα σπίτια μπήκαν.
Μα οι κάτοικοι της πόλης στις ψυχές τους μέσα κλείστηκαν και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια ψυχή δεν άνοιξε την πόρτα τον εχθρό.

Και μείναν μόνοι οι εχθροί, σε δρόμους και σε σπίτια, κι΄ αδίκως προσπαθούσανε, πόλη να κατακτήσουν.

Κι΄ ήρθ΄ η στιγμή που λύγισαν, και από την πόλη φύγαν... Οι εχθροί.

Και σαν απομακρύνθηκαν, ανοίξαν οι ψυχές.
Κι΄ αφήσαν πόρτες ανοιχτές, η μία για την άλλη.
Και τείχη δεν ξανάχτισαν.
Και πόρτες δεν ορθώσαν.

Οι πόλεις οι απόρθητες, πέτρινα τείχη, πόρτες ξύλινες, ...
δεν έχουνε ανάγκη!


Τομάζο Παγώνης

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

η ξένη


....... Έτσι άρχισαν όλα. Και προσπαθούσα να κρυφοκοιτάξω μέσα απ΄ τα, άψογα σιδερωμένα, κομψά φορέματά της και ο νους φωτογράφιζε όσα τα μάτια δεν μπορούσαν να δουν.  Όσα είδα με κλειστά μάτια, θα ήταν αρκετά να με καταδικάσουν για παρενόχληση.  Και ένιωθα σαν να ήμουν ο πρωταγωνιστής ενός μυθιστορήματος. Του πρώτου μυθιστορήματος που κάποτε είχα διαβάσει όταν μάθαινα τη γλώσσα των Βρετανών. Και είχα εγκλωβιστεί μέσα σ΄ αυτό το μυθιστόρημα.  Ξαφνικά έγινα ένας  «catcher in the rye», και ο δόλιος συγγραφέας, κάποιος Salinger, έλεγχε κάθε βήμα μου. Ήμουν και πάλι έφηβος σαν τον Holden. Δεν θυμόμουν την υπόθεση του μυθιστορήματος με λεπτομέρειες μα ένιωθα πως o Salinger με έβαζε να καταστρέψω με βρώμικες πατημασιές ένα κάτασπρο και άψογα αρυτίδωτο χιονισμένο τοπίο. Πως με διέταζε να σβήσω το τσιγάρο μου σ΄ ένα ποτήρι γάλα.   Περίεργοι αλήθεια οι συνειρμοί των τύψεων. Περίεργα και ανεξέλεγκτα τα παιχνίδια της μνήμης. Φοβόμουν πως θα κατέληγα σαν τον πρωταγωνιστή του βιβλίου που είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό μου.  Σε τρελάδικο...
Εκείνη, ίσως να είχε προσέξει το ενδιαφέρον μου και ίσως να είχε ενοχληθεί από την εστίαση του αδιάκριτου βλέμματός μου, μα τίποτα στις κινήσεις της δεν το μαρτυρούσε.  Μόνο αδιαφορία και απουσία ξεχείλιζε από την ύπαρξη της ξένης.  Μα ίσως και να μη με είχε προσέξει.  Ίσως το περιβάλλον να της ήταν τόσο αδιάφορο που ακόμα κι΄ αν στεκόμουν μπροστά της και παρατηρούσα το στήθος της μ΄ ένα μεγάλο μεγεθυντικό φακό, να μην έδινε σημασία.  Λες και το μόνο πράγμα που την απασχολούσε απ΄ το περιβάλλον, ήταν η ύπαρξη ατμόσφαιρας.  Και η μόνη σχέση με την ατμόσφαιρα που την περιέβαλλε, η παρουσία του οξυγόνου που ήταν απαραίτητο για τις καύσεις που διατηρούν τους είλωτες της αναπνοής στη ζωή...  Αυτό μαρτυρούσε η στάση της, ή μάλλον η απουσία της απ΄ το χώρο.
Όμως ο ξενοδόχος, ένας έξυπνος και καλοσυνάτος τύπος με μια μεγάλη κρεατοελιά στο δεξί μάγουλο, παρατήρησε το ενδιαφέρον μου. Είχαν περάσει μόλις δύο ημέρες από την άφιξή μου, και το απόγευμα που με μιαν αδέξια κίνηση λέρωσα τα γραπτά μου με καφέ, πλησίασε πρόθυμος να  βοηθήσει και να μιλήσει.  Ήταν ευχάριστος άνθρωπος! Κάπως παχουλός μα πάντα καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος.  Σαν ηθοποιός που πριν βγει στη σκηνή ξόδευε ώρες στο μακιγιάζ...  Έτσι ήταν!  Κάτι μου θύμιζε το πρόσωπό του μα όσο κι΄ αν προσπάθησα δεν είχα καταφέρει να τον συνδέσω με κάποιον απ΄ τους γνωστούς μου. Ίσως να έφταιγε η άψογη εμφάνισή του που δεν άφηνε κάποιαν ατέλεια για να ξυπνήσει τις μνήμες.  Ήταν ένας ξένος που χάρη στην αδεξιότητά μου, βρήκε την ευκαιρία να καθίσει απέναντί μου και να επιδοθεί στο αγαπημένο του, όπως ανακάλυψα, άθλημα.  Την ανάρμοστη αφήγηση της ζωής των ξένων.  Άρχισε βέβαια με τις τυπικές ερωτήσεις σχετικά με τη διαμονή μου και τις υπηρεσίες του ξενοδοχείου του, αλλά σύντομα έφτασε στον σκοπό της προσέγγισής του.  Ήθελε να μου μεταδώσει απόρρητες γνώσεις  για τη ζωή της ξένης η οποία έτυχε να περνάει εκείνη τη στιγμή από μπροστά μας.
“Δυστυχισμένο πλάσμα κύριε Τραμοντάνα.”,  είπε δείχνοντάς την με τις άκρες των ματιών του, δίχως να κουνήσει έστω και ένα χιλιοστό το κεφάλι του. “Άτυχο πλάσμα!  Μεγάλη περιουσία,  Θα μπορούσε να αγοράσει το ξενοδοχείο, ... έτσι για να κάνει μόνη διακοπές και να μη την ενοχλούν οι αδιάκριτοι.”
Τα έχασα.   Χωρίς να με ξέρει, χωρίς κανέναν ενδοιασμό με αποκαλούσε αδιάκριτο. Και με το συνωμοτικό του βλέμμα γινόταν συνένοχος στην αδιακρισία μου. Θέλησα να αντιδράσω μα εκείνος συνέχισε λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό.  Και ήταν τόσο απορροφημένος απ΄ τα λόγια του που οποιαδήποτε αντίδραση από μέρους μου ήταν μάταιη ....

συνεχίζεται

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Vita activa VS Vita Contemplativa

Σύμφωνα με την Hannah Arendt, η ενεργός ζωή (vita activa) αποτελείται από τρεις κυρίως δραστηριότητες. Ενασχόληση, εργασία και δράση. Και στην ενεργό ζωή υπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί βίοι (βασίλεια). Ο πολιτικός, ο κοινωνικός, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός.
Στην αρχαία Ελλάδα οι ελεύθεροι πολίτες ήταν ενεργοί πολίτες. Ο Αριστοτέλης προσδιόριζε τον άνθρωπο ως πολιτικό ζώο "ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῶον". Όμως ο προσδιορισμός αυτός σιγά σιγά υποβαθμίστηκε και ο άνθρωπος ξέπεσε σε κοινωνικό και ουχί πολιτικό ζώο.
Ενασχόληση είναι όλα εκείνα τα οποία επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της ζωής, δίχως αρχή και τέλος και έχουν αιτία την ανάγκη. Δηλαδή την τροφή, την στέγη καθώς και την διατήρηση και την διαιώνιση του είδους. Η ενασχόληση λαμβάνει χώρα στον ιδιωτικό κυρίως βίο. Όμως, καθώς ο άνθρωπος ξέπεσε από ζώο πολιτικό σε ζώο κοινωνικό, η ενασχόληση αφορά πλέον και τον κοινωνικό βίο. Εργασία είναι όλα εκείνα τα οποία παράγουν έργο και έχουν αρχή και τέλος. Η εργασία αφορά τον κοινωνικό και τον δημόσιο βίο μια και τα έργα που παράγει, (υπηρεσίες, αγαθά, κτίρια κλπ.) απευθύνονται σε όλους. Τέλος, δράση είναι οι πράξεις και τα ανδραγαθήματα των ανθρώπων. Και όπως είναι φυσικό, η δράση αφορά τον πολιτικό κυρίως βίο, ... δηλαδή τον δημόσιο βίο της σύγχρονης εποχής.
Και είναι φανερό ότι η ενεργός ζωή (vita activa) διαφοροποιείται αλλά συμπληρώνεται από τον στοχαστικό (φιλοσοφικό) του καθενός βίο (vita contemplativa).
Μα ενώ η ενεργός ζωή (vita activa) με τις δραστηριότητες και τα βασίλειά της αποτελεί την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου, ο στοχαστικός βίος και η φιλοσοφική διάθεση μπορούν να προσδώσουν ιδιαίτερη αξία στην ύπαρξη και να συνεισφέρουν σε όλες τις μορφές του βίου (βασίλεια). Πολλές μάλιστα φορές, όταν οι στοχασμοί γίνονται δράση παράγωντας έργο στον πολιτικό και δημόσιο βίο, τότε η vita contemplativa, επαναφέρει τη φύση του ανθρώπου στη διάσταση του πολιτικού ζώου.
Όμως, όλα αυτά που αφορούν εμάς τους απλούς ανθρώπους είναι άραγε αληθή για τους καλλιτέχνες;
Μπορεί ένας άνθρωπος που έχει αποτύχει ως πολιτικό ζώον στην ενεργό ζωή, ή που δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτήν, να γίνει πρότυπο και φάρος για την ενεργό ζωή των άλλων μέσα από το καλλιτεχνικό του έργο;  Μπορεί ένας “ανενεργός” πολίτης να εμπνεύσει με το καλλιτεχνικό έργο του τα πολιτικά ζώα; Μπορεί ένας καλλιτέχνης να αδιαφορεί για τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο του; Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι μικροπρεπής, αδιάφορος, δειλός, μικροαστός, άπληστος, .... και όμως το έργο του να είναι εμπνευσμένο και να αποτελεί έμπνευση και για τους άλλους; 
Είναι δυνατόν η vita contemplativa να αποτελεί μοναδική βάση στη δραστηριότητα της εργασίας και να γίνεται δράση με τη μορφή της τέχνης; Είναι δυνατόν κάποιος που αδιαφορεί για τον δημόσιο και τον πολιτικό βίο του, που αφήνει τον ιδιωτικό του βίο έρμαιο της ανάγκης και ξοδεύει τον κοινωνικό του βίο σε αναξιοπρεπείς ενασχολήσεις, ... να παράγει καλλιτεχνικό έργο μεγάλης αξίας και να αποτελεί έμπνευση για τους ενεργούς πολίτες;

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Εντροπία

Η τελευταία από τις αμέτρητες περιπλανήσεις του στον κόσμο των αισθήσεων, τον οδήγησε σ΄ ένα σκοτεινό υγρό δωμάτιο. Εκεί ανακάλυψε το ξόανο της ηδονής που κρατά για ένα μόνο λεπτό.
Η εφήμερη ομορφιά του ξόανου ήταν τόσο λαμπερή που κατάφερε να νικήσει τη λήθη για πάντα.
Η υποσχόμενη στιγμιαία ηδονή ήταν τόσο επιθυμητή που έμοιαζε διαρκής.
Έτσι, μαγεμένος απ΄ τη αιώνια εφήμερη ομορφιά και ερωτευμένος με την διάρκεια του ενός λεπτού, έβαλε τέλος στις περιπλανήσεις και αφιερώθηκε στον νέο του έρωτα.

Και πρώτα απ΄ όλα, θυσίασε το χρόνο.
Αφιέρωσε εκατοντάδες ώρες σπονδών, στο ξόανο της ηδονής που κρατά για ένα μόνο λεπτό. Το ξόανο δέχτηκε τη προσφορά του, αλλά δεν ικανοποιήθηκε. Ζήτησε, και τελικά πήρε, όλο του το χρόνο, όλες του τις μέρες.
Ευχαριστημένο έδειχνε να είναι το ξόανο, μα δεν του έδωσε το ποθούμενο αντίδωρο.

Και εκείνος, ακόμα προθυμότερος ,θυσίασε χρήματα και κοσμήματα.
Έδωσε όσα είχε και το ξόανο τα δέχτηκε με απληστία. Και απαίτησε κι΄ άλλα. Απαίτησε και πήρε και εκείνα που δε του ανήκαν.
Μα ακόμα και όταν του έδωσε όλα τα κοσμήματα του κόσμου, δε τον πήρε στην αγκαλιά του. Δε του πρόσφερε την ηδονή που κρατά για ένα λεπτό.

Και, ήρθε η σειρά της λήθης.
Θέλησε το ξόανο να γίνει η μοναδική αλήθεια απαιτώντας την απόλυτη λήθη για οτιδήποτε άλλο. Κι΄ αυτός, ξέχασε αγάπες και φιλίες για χάρη του, μα το ξόανο δεν ικανοποιήθηκε. Μόνο ζήτησε την τέλεια λήθη, εκείνη που μοιάζει με θάνατο. Και εκείνος του πρόσφερε και αυτή τη θυσία
Αλλά ούτε και αυτό ήταν αρκετό. Το ξόανο ζήτησε ακόμα περισσότερα.

Και δίχως να το καταλάβει ήρθε η ώρα για την επόμενη σπονδή. Την τέλεια υποταγή.
Από καιρό είχε σκύψει άβουλα μπροστά στο ξόανο κι είχε γίνει υποτακτικός του πόθου για την ηδονή που κρατά ένα μόνο λεπτό. Και έγινε άβουλος δούλος μιας χίμαιρας.
Μα το ξόανο ζήτησε κι΄ άλλα.

Και έτσι,… έφτασε στη προδοσία.
Άβουλος καθώς ήταν, πρόδωσε τις αγάπες και τους φίλους που είχε ξεχάσει από καιρό. Και το ξόανο έμοιαζε ικανοποιημένο με αυτή τη θυσία.

Και ο κύκλος του αιτίου- αιτιατού, έκλεισε με μια αναπόφευκτη θυσία. Μια θυσία αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων. Τώρα πια, είχε αποκτήσει την εντροπία που κρατά για μια ολόκληρη ζωή.
Και την προσέφερε.
Και το ξόανο της ηδονής που κρατά για ένα μόνο λεπτό, εξαργύρωσε το νόμισμα της εντροπίας που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή, χαρίζοντάς του το ένα μόνο λεπτό που είχε κερδίσει - ή μήπως είχε χάσει; - για πάντα.

Και τώρα,… έχει μια ολόκληρη ζωή για να θυμάται λίγες μόνο στιγμές. Μια ολόκληρη ζωή για να τις ξεπληρώσει.


……Πιό απλά η εντροπία θεωρείται ότι εκφράζει το μέτρο της αταξίας ενός συστήματος. Για παράδειγμα τα σωματίδια που συγκροτούν ένα μήλο ή μια σιδερένια αλυσίδα, βρίσκονται σε μια διάταξη στο χώρο λίγο πολύ κανονική. Όταν όμως αρχίζει να σαπίζει το το μήλο ή να σκουριάζει η αλυσίδα, η διάταξη αυτή των σωματιδίων βαθμιαία αρχίζει να αποδιοργανώνεται και έτσι η εντροπία του συστήματος έκαστου των αντικειμένων ν΄ αυξάνει εσαεί.

(από την "είσοδο κινδύνου", εκδόσεις διμελή)

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

άσυλον αμφιβόλου ζωής

Στα χρόνια τα παλιά τα πρόστυχα, τότε που η εμβέλεια της ιατρικής τέχνης περιοριζόταν από κλύσματος έως καταπλάσματος, η βεβαίωση θανάτου του θύματος (όπου θύτης ο θεράπων ιατρός) ήταν «αμφίβολη».

Έβαζαν κάτι καθρεφτάκια μπρος από τα χείλη του μεταστάντος περιμένοντας να θαμπώσουν…, έψαχναν για σφυγμό χωρίς να ξέρουν που τριγυρνάει…, δεν είχαν και wikipedia για να μάθουν τον ορισμό του θανάτου…, μεσ’ την αμφιβολία έπλεαν, τόσον ο ντοτόρος όσον και οι οικείοι του θύματός του.

Έτσι, οι νεκροί (… όσον αφορά την επιστημονική πλευρά του θέματος) ήταν - κατ΄ αρχάς - «άτομα αμφιβόλου ζωής».

Ολίγον νεκροί. Έπρεπε να περάσουν μέρες..., να γίνουν «αρκετά νεκροί» και όταν πλέον η βρώμα που ανέδυαν δεν επέτρεπε ούτε σε κώνωπα διοπτροφόρο να σταθεί δίπλα τους, μόνο τότε οι νεκροί ήταν πεθαμένοι με βούλα.

Σα να μη έφθαναν όλα αυτά, έπεσε και μια επιδημία περιπτώσεων νεκρανάστασης…, χέστηκαν πάνω τους οι υποψήφιοι. Τους έπιασε ένα πανικός και ένα παράπονο. «Ρε λε να ξυπνήσω την επαύριο μές τα χώματα, να λερώσω τα ρούχα μου και να μη μποράω να αναπνέψω

Τέτοιες φιλοσοφικές αγωνίες ταλάνιζαν - ιδιαιτέρως τους προύχοντες - και τους έπιανε κατάθλιψη. Ένα αίσθημα ασφυξίας, χειρότερο απ΄ αυτό που τους έπιανε όταν άκουγαν συμφωνίες του Μάλερ τους έπιανε.

Δια τούτο, μαζεύτηκαν, σκέφτηκαν και αποφάσισαν.

«Θα σάξουμε άσυλα. Όταν μετά από πολλάααα πολλά χρόνια γίνουμε – χτύπα ξύλο - αμφιβόλου ζωής, τσούπ στο άσυλο. Μετά από καιρό πολυυυυύ, αφού βεβαιωθούμε πως δεν ξεχάσαμε τίποτα, τότε μόνο θα έχουν τη συγκατάθεσή μας να μας πάνε όπου θένε.»

Τέτοια σοφία οι προύχοντες!

«Και πως θα τα ονομάσουμε τα άσυλα μεγάλε;», ρώτησε ο πραχτικός της παρέας.

«Άσυλα Αμβιβόλου ζωής», είπε ο σοφός και τα άσυλα βαφτίστηκαν.

Έτσι, οι έχοντες και κατέχοντες, πήγαιναν τους φρεσκοπεθαμένους τους σε άσυλα αμφιβόλου ζωής, παρεκτός κι΄ αν η κληρονομιά ήταν μεγάλη και μοιρασμένη δίκαια στην οποία περίπτωση (και "δια παν ενδεχόμενον"), .. απλώς…, δεν τους πήγαιναν.

Όσων όμως - τύχη αγαθή - οδηγούσε τα βήματα (...λέμε τώρα) στα εν λόγω άσυλα, εκείνοι είχαν ένα δωμάτιο και ένα κρεβάτι καταδικό τους, ο καθένας χώρια, μη λάχει και αναστηθούν εν μέσω πτωμάτων και πάθουν κανένα έμφραγμα…

Στο χέρι του τυχερού «σχεδόν νεκρού» κρεμούσαν μία κουδούνα. Έβαζαν και ένα λακέ να κάνει βάρδια νύχτα μέρα.

Αν τον έπιανε το φιλότιμο (το νεκρό) να επιστρέψει στο μάταιο τούτο κόσμο, χτυπούσε τη κουδούνα και ο λακές του πήγαινε καφεδάκι με βουτήματα (τόσες μέρες νηστικός ο άθρωπος…), ειδοποιούσε τους οικείους του και όλα τέλειωναν με χορούς και πανηγύρια σα τελευταία σελίδα τεύχους του αστερίξ.



Την πληροφορία για τα άσυλα αμφιβόλου ζωής (asylum dublae vitae), τη βρήκα στο Ροίδη πριν από χρόνια και καταστεναχωρήθηκα που δεν έχουμε τέτοια ή παρόμοια άσυλα σήμερα.

Όχι που φοβάμαι μη τύχει και αναστηθώ… Όχι γι΄ αυτό!

Εγώ έχω εμπιστοσύνη στους γιατρούς που θα με πεθάνουν.


Θέλησα και ζήλεψα τα άσυλα για κάτι δικούς μου. Για κάποιες σκέψεις, κάποιες απόψεις και προκαταλήψεις μα και για κάτι επιθυμίες που δεν αξιώθηκαν της ηδονής μια νύχτα.


Θέλησα ένα άσυλο ξεχασμένης ζωής, να βάλω μέσα τις απόψεις και τις προκαταλήψεις, να τις κλειδαμπαρώσω και να μη τις αφήσω να βγούν όσα καμπανάκια κι΄ αν χτυπήσουν.


Θέλησα ένα άσυλο αμφιβόλου ζωής για τις νέες σκέψεις και τις νέες ιδέες. Να μείνουν λέει κλειδωμένες για ένα διάστημα, κι΄ αν καταφέρουν να χτυπήσουν το καμπανάκι, δυνατά όμως ..., να τις ακούσω και να τους χαρίσω την ελευθερία.

Θέλησα κι΄ ένα άσυλο ελπίδας για ζωή, να βάζω μέσα τις επιθυμίες. Κι αν δε χτυπήσουν εκείνες το καμπανάκι, δε πειράζει, θα προσποιηθώ πως το άκουσα.

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά

έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά

της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Καβάφης.