Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ηθελα κατι να σας πω


ήθελα να σας πω,
για μια σταγόνα νερού που ήταν ξεχωριστά ίδια με όλες τις άλλες και ξαναγεννήθηκε από ένα σύννεφο 

και σαν όλες τις προηγούμενες φορές η γέννησή της ήταν πτώση, όπως όλες είναι οι γεννήσεις

και έπεσε σ΄ ενός λωτού το άνθος κι΄ ύστερα στα λασπόνερα, 
και το ρυάκι ακολούθησε και έπεσε στη λίμνη, 
και τα υπόγεια ρεύματα την οδήγησαν στο ποτάμι, 
κι΄ είδε τον καταρράχτη και ταξίδεψε μέχρι το δέλτα 
και αξιώθηκε τη θάλασσα, κι΄ είδε υφάλους και θεριά, και τις γοργόνες είδε, 
και έφτασε στην αμμουδιά ... κι΄ ένα παιδί που έπαιζε την έριξε στην άμμο

και έγιν' ατμός, και πέταξε μέχρι το σύννεφο που θα την ξαναγεννήσει

αυτό ήθελα να σας πω

μια άλλη φορά θα σας πω για τη σταγόνα που ξαναγεννήθηκε στα μάτια ενός παιδιού και την είπαν δάκρυ

http://www.smashwords.com/profile/view/tomazop
http://signominesfala.blogspot.com
http://www.wattpad.com/user/tomazopagonis

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

παραμύθι δίχως τείχη

μήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν
ἅδε πανάγυρις, μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽
ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽
ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ.
(Αισχύλου, Επτά Επί Θήβας)
 είθε όσο ζω να μη μ΄ εγκαταλείψει των θεών
αυτή η σύναξη, ούτε να δω τούτη
την πόλη καταπατημένη κι΄ από στρατεύματα
κι΄ από φωτιές ζωσμένη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι΄ έφτασε η μέρα, οι εχθροί, που γκρέμισαν τα τείχη και μεσ΄ την πόλη μπήκαν.
Μα οι κάτοικοι της πόλης, σε σπίτια μέσα κλείστηκαν και τους και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια πόρτα στους εχθρούς δεν άνοιξε.

Κι΄έφτασε η ώρα, οι εχθροί, που έσπασαν τις πόρτες και μεσ΄ τα σπίτια μπήκαν.
Μα οι κάτοικοι της πόλης στις ψυχές τους μέσα κλείστηκαν και τους εχθρούς αφήσαν έξω.
Κι΄ ούτε μια ψυχή δεν άνοιξε την πόρτα τον εχθρό.

Και μείναν μόνοι οι εχθροί, σε δρόμους και σε σπίτια, κι΄ αδίκως προσπαθούσανε, πόλη να κατακτήσουν.

Κι΄ ήρθ΄ η στιγμή που λύγισαν, και από την πόλη φύγαν... Οι εχθροί.

Και σαν απομακρύνθηκαν, ανοίξαν οι ψυχές.
Κι΄ αφήσαν πόρτες ανοιχτές, η μία για την άλλη.
Και τείχη δεν ξανάχτισαν.
Και πόρτες δεν ορθώσαν.

Οι πόλεις οι απόρθητες, πέτρινα τείχη, πόρτες ξύλινες, ...
δεν έχουνε ανάγκη!


Τομάζο Παγώνης

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

η ξένη


....... Έτσι άρχισαν όλα. Και προσπαθούσα να κρυφοκοιτάξω μέσα απ΄ τα, άψογα σιδερωμένα, κομψά φορέματά της και ο νους φωτογράφιζε όσα τα μάτια δεν μπορούσαν να δουν.  Όσα είδα με κλειστά μάτια, θα ήταν αρκετά να με καταδικάσουν για παρενόχληση.  Και ένιωθα σαν να ήμουν ο πρωταγωνιστής ενός μυθιστορήματος. Του πρώτου μυθιστορήματος που κάποτε είχα διαβάσει όταν μάθαινα τη γλώσσα των Βρετανών. Και είχα εγκλωβιστεί μέσα σ΄ αυτό το μυθιστόρημα.  Ξαφνικά έγινα ένας  «catcher in the rye», και ο δόλιος συγγραφέας, κάποιος Salinger, έλεγχε κάθε βήμα μου. Ήμουν και πάλι έφηβος σαν τον Holden. Δεν θυμόμουν την υπόθεση του μυθιστορήματος με λεπτομέρειες μα ένιωθα πως o Salinger με έβαζε να καταστρέψω με βρώμικες πατημασιές ένα κάτασπρο και άψογα αρυτίδωτο χιονισμένο τοπίο. Πως με διέταζε να σβήσω το τσιγάρο μου σ΄ ένα ποτήρι γάλα.   Περίεργοι αλήθεια οι συνειρμοί των τύψεων. Περίεργα και ανεξέλεγκτα τα παιχνίδια της μνήμης. Φοβόμουν πως θα κατέληγα σαν τον πρωταγωνιστή του βιβλίου που είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό μου.  Σε τρελάδικο...
Εκείνη, ίσως να είχε προσέξει το ενδιαφέρον μου και ίσως να είχε ενοχληθεί από την εστίαση του αδιάκριτου βλέμματός μου, μα τίποτα στις κινήσεις της δεν το μαρτυρούσε.  Μόνο αδιαφορία και απουσία ξεχείλιζε από την ύπαρξη της ξένης.  Μα ίσως και να μη με είχε προσέξει.  Ίσως το περιβάλλον να της ήταν τόσο αδιάφορο που ακόμα κι΄ αν στεκόμουν μπροστά της και παρατηρούσα το στήθος της μ΄ ένα μεγάλο μεγεθυντικό φακό, να μην έδινε σημασία.  Λες και το μόνο πράγμα που την απασχολούσε απ΄ το περιβάλλον, ήταν η ύπαρξη ατμόσφαιρας.  Και η μόνη σχέση με την ατμόσφαιρα που την περιέβαλλε, η παρουσία του οξυγόνου που ήταν απαραίτητο για τις καύσεις που διατηρούν τους είλωτες της αναπνοής στη ζωή...  Αυτό μαρτυρούσε η στάση της, ή μάλλον η απουσία της απ΄ το χώρο.
Όμως ο ξενοδόχος, ένας έξυπνος και καλοσυνάτος τύπος με μια μεγάλη κρεατοελιά στο δεξί μάγουλο, παρατήρησε το ενδιαφέρον μου. Είχαν περάσει μόλις δύο ημέρες από την άφιξή μου, και το απόγευμα που με μιαν αδέξια κίνηση λέρωσα τα γραπτά μου με καφέ, πλησίασε πρόθυμος να  βοηθήσει και να μιλήσει.  Ήταν ευχάριστος άνθρωπος! Κάπως παχουλός μα πάντα καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος.  Σαν ηθοποιός που πριν βγει στη σκηνή ξόδευε ώρες στο μακιγιάζ...  Έτσι ήταν!  Κάτι μου θύμιζε το πρόσωπό του μα όσο κι΄ αν προσπάθησα δεν είχα καταφέρει να τον συνδέσω με κάποιον απ΄ τους γνωστούς μου. Ίσως να έφταιγε η άψογη εμφάνισή του που δεν άφηνε κάποιαν ατέλεια για να ξυπνήσει τις μνήμες.  Ήταν ένας ξένος που χάρη στην αδεξιότητά μου, βρήκε την ευκαιρία να καθίσει απέναντί μου και να επιδοθεί στο αγαπημένο του, όπως ανακάλυψα, άθλημα.  Την ανάρμοστη αφήγηση της ζωής των ξένων.  Άρχισε βέβαια με τις τυπικές ερωτήσεις σχετικά με τη διαμονή μου και τις υπηρεσίες του ξενοδοχείου του, αλλά σύντομα έφτασε στον σκοπό της προσέγγισής του.  Ήθελε να μου μεταδώσει απόρρητες γνώσεις  για τη ζωή της ξένης η οποία έτυχε να περνάει εκείνη τη στιγμή από μπροστά μας.
“Δυστυχισμένο πλάσμα κύριε Τραμοντάνα.”,  είπε δείχνοντάς την με τις άκρες των ματιών του, δίχως να κουνήσει έστω και ένα χιλιοστό το κεφάλι του. “Άτυχο πλάσμα!  Μεγάλη περιουσία,  Θα μπορούσε να αγοράσει το ξενοδοχείο, ... έτσι για να κάνει μόνη διακοπές και να μη την ενοχλούν οι αδιάκριτοι.”
Τα έχασα.   Χωρίς να με ξέρει, χωρίς κανέναν ενδοιασμό με αποκαλούσε αδιάκριτο. Και με το συνωμοτικό του βλέμμα γινόταν συνένοχος στην αδιακρισία μου. Θέλησα να αντιδράσω μα εκείνος συνέχισε λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό.  Και ήταν τόσο απορροφημένος απ΄ τα λόγια του που οποιαδήποτε αντίδραση από μέρους μου ήταν μάταιη ....

συνεχίζεται